Οι ενδικοφανείς προσφυγές του άρθρου 4 του ΠΔ 267/1998 και πλέον προσφυγή των άρθρων 17, 46, 93, του ν. 4495/2017, κατά των πράξεων της διοίκησης υποβάλλονται από τους πολίτες για την επανεξέταση των πράξεων της διοίκησης όπως οι άλλοτε Πολεοδομίες ή/και οι Υπηρεσίες Δόμησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και εξετάζονται συνήθως από Συλλογικά Όργανα. Τα όργανα αυτά απαρτίζονται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, τα οποία συμπράττουν ισοτίμως και είναι οργανωμένα σε νομική οντότητα. Ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας ρυθμίζει τις διαδικασίες συγκρότησης, του ελάχιστου αριθμού μελών, του ορισμού προέδρου και γραμματέα καθώς και λειτουργικές λεπτομέρειες.
Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η επίλυση των διαφορών σε σύντομες προθεσμίες, ώστε να επιτυγχάνεται η επίλυση ζητημάτων ερμηνείας επί νομοθετημάτων και η αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων από σχετικές υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο διοίκησης.
Η ένσταση ασκείται σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης/πράξης, με κατάθεση στο Τοπικό Παρατηρητήριο Δομημένου Περιβάλλοντος της εκάστοτε Υπηρεσίας Δόμησης που διαβιβάζει στην καθ’ ύλην αρμόδια Επιτροπή Εξέτασης Προσφυγών ή, ελλείψει αυτής, στο αρμόδιο ΣΥ.ΠΟ.ΘΑ. εντός (15) δεκαπέντε ημερών από την κατάθεσή της, συνοδευόμενη δυνητικά από εισήγηση.
Εντός δύο μηνών από την ως άνω διαβίβαση το αρμόδιο ΣΥ.ΠΟ.ΘΑ. εκδίδει απόφαση επί της ασκηθείσας προσφυγής. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί απόφαση από το ΣΥ.ΠΟ.ΘΑ. στο ως άνω προβλεπόμενο διάστημα των δύο (2) μηνών τότε θεωρείται ότι η προσφυγή έχει απορριφθεί σιωπηρά. Σε κάθε περίπτωση δύναται να ασκηθεί ανεξάρτητα της υποβολής ή μη της ως άνω προβλεπόμενης προσφυγής αίτηση κατά της υπαγωγής στο αρμόδιο Δικαστήριο. Από τις προθεσμίες που προβλέπονται στις διοικητικές πράξεις πρέπει να διακρίνονται οι προθεσμίες που θέτουν οι διοικητικοί νόμοι στην διοίκηση (διοικητικές προθεσμίες) για την έκδοση της διοικητικής πράξεως ή στον ιδιώτη για ορισμένη ενέργεια. Σημειωτέων πως για την τήρηση των ως άνω διοικητικών προθεσμιών η νομολογία των δικαστηρίων μας είναι επιεικής στις περιπτώσεις που η διοικητική πράξη εκδόθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπει ο νόμος.
Άλλωστε κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας οι προθεσμίες που τάσσονται στην διοίκηση από τους διάφορους διοικητικούς νόμους όπως και η γενική (αν και με πολλές εξαιρέσεις) εξηκονθήμερη ή άλλη προθεσμία διεκπεραιώσεως διοικητικών υποθέσεων που θεσπίζεται για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης λεγόμενες διοικητικές προθεσμίες , έχουν κατά κανόνα απλώς τον σκοπό να πιέσουν τα διοικητικά όργανα ώστε να διεκπεραιώσουν γρήγορα ορισμένες ενέργειες. Γι΄ αυτόν τον λόγο η σημασία τους είναι κατά κανόνα ενδεικτική μόνο και όταν ακόμα οι προθεσμίες δεν προβλέπονται ρητά από τον νόμο ως ενδεικτικές. Μόνη δηλαδή η έκδοση της διοικητικής πράξεως, μετά την πάροδο της καθοριζομένης από τον νόμο προθεσμίας, δεν καθιστά την πράξη παράνομη, εκτός αν η διοίκηση υπερέβη ορισμένα εύλογα χρονικά όρια ή η προθεσμία είχε ταχθεί από τον νόμο προς έκδοση ορισμένων διοικητικών αποφάσεων κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων ή ο νόμος ρητώς απαγορεύει στη διοίκηση την ενέργεια μετά την πάροδο της προθεσμίας.